- γλαυκωπά
- γλαυκωπόςneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλαυκῶπα — γλαυκώπης masc voc sg γλαυκώπης masc nom sg (epic) γλαυκῶπις with gleaming eyes masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκῶφ' — γλαυκῶπα , γλαυκώπης masc voc sg γλαυκῶπα , γλαυκώπης masc nom sg (epic) γλαυκῶπαι , γλαυκώπης masc nom/voc pl γλαυκῶπα , γλαυκῶπις with gleaming eyes masc/fem acc sg γλαυκῶπι , γλαυκῶπις with gleaming eyes masc/fem dat sg γλαυκῶπι , γλαυκῶπις… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)